- παραδεκτός
- [парадэктос] εκ. допущенный, приемлемый, допустимый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
παραδεκτός — accepted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδεκτός — και παραδεχτός, ή, ό / παραδεκτός, ή, όν, ΝΑΜ [παραδέχομαι] αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.) … Dictionary of Greek
παραδεκτόν — παραδεκτός accepted masc/fem acc sg παραδεκτός accepted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδεκτοῖς — παραδεκτός accepted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδεκτά — παραδεκτός accepted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
έγκριτος — η, ο (AM ἔγκριτος, ον) μσν. νεοελλ. 1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι τού χωριού») αρχ. αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός … Dictionary of Greek
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
ανομολογώ — (AM ἀνομολογῶ, έω) συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι μσν. (για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό αρχ. (μεσ) 1. αποσπώ ομολογία από κάποιον 2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί 3. πληρώνω με επιταγή 4. (ο πρκ. με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
ανομολόγητος — η, ο (AM ἀνομολόγητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός 2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός 3. απερίγραπτος, τερατώδης αρχ. 1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
αποδεκτός — ή, ό (AM ἀποδεκτός, ή, όν κ. ός, όν) [αποδέχομαι] 1. ο παραδεκτός 2. ο ευπρόσδεκτος … Dictionary of Greek